παραδεισοπλαστία

παραδεισοπλαστία
ἡ, Μ
η πλάση τού παραδείσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + -πλαστία (< -πλαστός < πλάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”